Sunday, October 7, 2007

Από συμπαθής «πρίγκιπας», πρόεδρος–μονάρχης

Από συμπαθής «πρίγκιπας», πρόεδρος–μονάρχης

Ο Γ. Παπανδρέου δεν μπόρεσε να δρομολογήσει λύσεις στην κρίση του ΠΑΣΟΚ το 2004 και απομυθοποιήθηκε γρήγορα
Του Σταυρου Λυγερου

Η πολιτική διαδρομή του Γ. Παπανδρέου είναι απολύτως συναρτημένη με το «βαρύ» όνομά του. Μ’ αυτό το όπλο εξελέγη πρώτος βουλευτής το 1981 στην Αχαΐα και πολύ αργότερα πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Μέχρι το 1996, όμως, ήταν ένας συμπαθής, αλλά όχι ισχυρός, «πρίγκιπας».

Η εύνοια του πατέρα (και τότε πρωθυπουργού) προς τον πρωτότοκό του εκδηλώθηκε διακριτικά. Απέφυγε να τον πρωθήσει σκανδαλωδώς κι όχι μόνο για λόγους τήρησης των εσωκομματικών ισορροπιών. Στη στάση του Α. Παπανδρέου προς τον υιό του ανιχνεύεται μια αμφιθυμία, η οποία πηγάζει από το γεγονός ότι μόνο εν μέρει τον θεωρούσε δικό του πολιτικό τέκνο.

Από ιδεολογικής απόψεως, ο Γ. Παπανδρέου κινείται στη σφαίρα του μεταμοντέρνου αμερικανικού φιλελευθερισμού με μια δόση σκανδιναβικής σοσιαλδημοκρατίας. Η επιρροή της μητέρας του ήταν βαθιά και εμφανής. Ισως σ’ αυτό οφείλεται και το γεγονός ότι η ενσωμάτωσή του στο ΠΑΣΟΚ ήταν πάντα ελλειμματική. Δεν ένιωσε ποτέ 100% «πασόκος». Παρ’ ότι οι «πράσινοι» θεωρούσαν τότε αδιανόητο η μάχη για την ηγεσία να κριθεί με όρους «δυναστείας», ο Γιώργος δεν έπαψε ποτέ να νιώθει «πρίγκιπας» και να τρέφει αρχηγική φιλοδοξία.

Βαριές κουβέντες
Το 1993 έχασε την πρώτη θέση στην Αχαΐα, αλλά ορίσθηκε υφυπουργός Εξωτερικών. Ορισμένες κινήσεις του, όμως, προκάλεσαν την οργή όχι μόνο του τότε υπουργού Καρ. Παπούλια, αλλά και του πρωθυπουργού πατέρα του. Ακούσθηκαν τότε σε κλειστό δωμάτιο βαριές κουβέντες. Το δεδομένο είναι ότι στον πρώτο ανασχηματισμό (καλοκαίρι του 1994) ο Γ. Παπανδρέου απομακρύνθηκε από τη θέση του με τη μέθοδο της προαγωγής του σε υπουργό Παιδείας.

Το 1996, στη μάχη της διαδοχής, ο Γ. Παπανδρέου στήριξε ενεργά τον Κ. Σημίτη, παρά τη φιλική σχέση του με τον Γ. Αρσένη και παρ’ ότι οι «Ανδρεϊκοί» στήριξαν τον Α. Τσοχατζόπουλο. Με τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης επανήλθε στο υπουργείο Εξωτερικών ως υπουργός αναπληρωτής, παρά τις αντιρρήσεις του Θ. Πάγκαλου.

Ο θάνατος του πατέρα του κατά μία τραγική ειρωνεία λειτούργησε σαν εφαλτήριο για την πολιτική απογείωση του υιού. Αν και ο Γιώργος δεν ήταν κι ούτε παρουσιαζόταν ως πολιτική προέκταση του Ανδρέα, η πολιτική κληρονομιά των Παπανδρέου πέρασε σ’ αυτόν μ’ έναν αδιόρατο αλλά πολύ αποτελεσματικό τρόπο. Φωτισμένος από την αρχέγονη ακτινοβολία της «δυναστείας», μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ο «Γιωργάκης» απέκτησε στα μάτια της κοινωνίας ανάστημα πολιτικού πρωταγωνιστή. Δεν ήταν πια ο αδύναμος «πρίγκιπας», αλλά ο κληρονόμος.

Ο Γ. Παπανδρέου το συνειδητοποίησε εγκαίρως. Εγκατέλειψε την Αχαΐα και το 1996 έθεσε υποψηφιότητα στη δύσκολη Α΄ Αθηνών. Εξελέγη πρώτος και η δημοτικότητά του εκτινάχθηκε στα ύψη. Η δεύτερη μεγάλη ευκαιρία του ήταν η κρίση για την υπόθεση Οτσαλάν. Με μία παρεμβατική δήλωση την κρίσιμη στιγμή, «άδειασε» τον Θ. Πάγκαλο και του πήρε τη θέση.

Από τότε, δεν έκρυψε την πρόθεσή του να διαδεχθεί τον Κ. Σημίτη, χωρίς, όμως, να έλθει σε αντίθεση μαζί του. Στις αρχές του 2004, ο τότε πρωθυπουργός τού έδωσε με μια ανακτορική μεθόδευση και επισήμως το «δακτυλίδι». Αν και τότε διέθετε αναμφισβήτητο πολιτικό πλεονέκτημα, ο Γ. Παπανδρέου προτίμησε την ασφάλεια της προδιαγεγραμμένης διαδοχής.

Η χαμηλή κοινωνική αποδοχή της πολιτικής Σημίτη και το φάσμα της εκλογικής πανωλεθρίας έφεραν με έμφαση στην επιφάνεια τη ζωτική ανάγκη της παράταξης να επανενοποιηθεί εσωτερικά, να ανανεωθεί σε πρόσωπα, να αναβαπτισθεί πολιτικά και να ξαναβρεί το κοινωνικό της πρόσωπο. Αυτοί οι λόγοι, σε συνδυασμό με την αμφισημία της πολιτικής προσωπικότητας του Γιώργου, έστειλαν κάτω από την ηγετική ομπρέλα του δυνάμεις με διαφορετικούς ιδεολογικοπολιτικούς προσανατολισμούς.

Αντιφατικές προσδοκίες
Στο πρόσωπό του επενδύθηκαν μεγάλες κι αντιφατικές προσδοκίες. Για την ακρίβεια, η κάθε σχεδόν συνιστώσα πρόβαλε σ’ αυτόν τη δική της συλλογική πολιτική φαντασίωση, κατασκευάζοντας τον μύθο του νικηφόρου πρίγκιπα. Εξ ου και το κλίμα συσπείρωσης και αισιοδοξίας, που διαμορφώθηκε αστραπιαία στην παράταξη, όταν διεφάνη ότι δρομολογείται αλλαγή καπετάνιου.

Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι πως ο νέος αρχηγός άρχισε να απομυθοποιείται ταχύτατα. Οι προσδοκίες που είχαν επενδυθεί στο πρόσωπό του -για την ακρίβεια στο όνομά του- άρχισαν να φυλλορροούν. Το πρώτο σοκ ήλθε με τις μετεγγραφές των Α. Ανδριανόπουλου και Στ. Μάνου. Γρήγορα φάνηκε ότι ο Γιώργος δεν έπασχε μόνο στο επίπεδο της ρητορικής. Ο ηγετικός βηματισμός του ήταν ασταθής, ο πολιτικός λόγος του αδύναμος και οι γνώσεις του για κρίσιμα θέματα ελλιπείς.

Τα πρώτα δείγματα γραφής του νέου αρχηγού προκάλεσαν πικρά χαμόγελα ακόμα και στους υποστηρικτές του, κάνοντας τις ημέρες του μεγάλου ενθουσιασμού να φαντάζουν πολύ μακρινές. Δεν χρεώθηκε, βεβαίως, τη βαριά ήττα του Μαρτίου 2004, αλλά η ακόμα βαρύτερη ήττα στις ευρωεκλογές (Ιούνιος 2004) τον άγγιξε.

Αρχικά, ο Γ. Παπανδρέου μίλησε για «νέες ιδέες» και «νέα εποχή». Κάνοντας ιδεολογική κατάχρηση της έννοιας ανανέωση, παρέκαμψε το κρίσιμο ζήτημα της πολιτικής εκπροσώπησης των αντικρουόμενων κοινωνικών συμφερόντων και του τρόπου διευθέτησης των παραγόμενων αντιθέσεων. Υποκατέστησε την πολιτική από ένα μεταπολιτικό «λάιφ στάιλ». Αυτό φάνηκε και στην επιλογή των προσώπων. Τοποθετώντας μια νέα άγνωστη και στον ίδιον γυναίκα ως επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου (2004) απέδειξε ότι πίσω από τη ρητορική κρυβόταν η εντυπωσιοθηρία.

Ολα αυτά δεν ήταν απλώς επικοινωνιακά τερτίπια. Ηταν ο μανδύας και το όχημα μιας ιδεολογικοπολιτικής επιλογής. Ο νέος αρχηγός προσπάθησε να θρυμματίσει τα ιδεολογικά στερεότυπα του κόμματός του. Η «δημοκρατική παράταξη» που οραματιζόταν θα ήταν περισσότερο ένα αμερικανικού τύπου φιλελεύθερο κόμμα και λιγότερο ένα κλασικό δυτικοευρωπαϊκού τύπου σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Το 2004, το ΠΑΣΟΚ παραδόθηκε άνευ όρων στον Γ. Παπανδρέου. Oταν η εκλογική βάση του ζητούσε να τα αλλάξει όλα, ουσιαστικά του ζητούσε να ανοίξει μέτωπο εναντίον των εκφυλιστικών φαινομένων. Να αναβαπτίσει ηθικά και να ανατάξει πολιτικά το κόμμα. Οχι να το μεταλλάξει σε φιλελεύθερο.

Ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Γ. Παπανδρέου δεν μπόρεσε να αρθρώσει στακάτο και πολιτικά στέρεο λόγο. Οταν διαπίστωσε ότι τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματά του δεν «πουλούσαν» παλινδρόμησε καιροσκοπικά σε μια στείρα και ισοπεδωτική αντιδεξιά ρητορική, που παρέπεμπε στις δεκαετίες ’70 και ’80.

Αντίστοιχος ήταν και ο τρόπος με τον οποίο διηύθυνε επί τριάμισι χρόνια το ΠΑΣΟΚ. Είχε υψώσει τη σημαία του διαλόγου και της «συμμετοχικής δημοκρατίας», αλλά η εσωκομματική δημοκρατία ήταν ανύπαρκτη. Ακόμα και για τα πιο κρίσιμα ζητήματα τη γραμμή χάραζε ο ίδιος και ένας στενός κύκλος συνεργατών του.

Η αλήθεια είναι ότι βρήκε έτοιμο το έδαφος. Μέχρι το 2004, το Εκτελεστικό Γραφείο, αντί να λειτουργεί ως ανώτατη πολιτική διεύθυνση του ΠΑΣΟΚ, είχε μετατραπεί σε πολιτική θεραπαινίδα του Κ. Σημίτη και κατά κανόνα διεκπεραίωνε τρέχουσες οργανωτικές υποθέσεις.

«Συμβάσεις έργου»
Ο Γ. Παπανδρέου έκανε ένα βήμα περαιτέρω. Αντιμετώπισε το αιρετό Πολιτικό Συμβούλιο σαν συμβουλευτικό φόρουμ και όχι ως όργανο που ασκεί πολιτική διεύθυνση. Ουσιαστικά, λειτούργησε σαν πρόεδρος–μονάρχης. Μοίρασε ρόλους, αλλά δεν μοιράσθηκε την εξουσία του. Ηθελε να χρησιμοποιεί τα ανώτατα στελέχη με «συμβάσεις έργου» κι όχι ως συγκροτημένη ηγετική ομάδα.

Μόνο ο Θ. Πάγκαλος είπε δυνατά κάτι που έλεγαν πολλοί κατ’ ιδίαν. Σε μία προσπάθεια να τεθεί φραγμός στις απολυταρχικές τάσεις του αρχηγού, ζήτησε την αναγνώριση των εσωκομματικών τάσεων και την αναλογική εκπροσώπησή τους στα όργανα.

Η αδυναμία του να δρομολογήσει λύσεις στην κρίση του ΠΑΣΟΚ γέννησε μια πολιτική αμφισβήτηση, η οποία, όμως, δεν είχε χαρακτηριστικά εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Ηταν, πάντως, περισσότερο καταλυτική, γιατί πήγαζε από την ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα, από την απογοήτευση και τη διάψευση των μεγάλων προσδοκιών.

Το αρνητικό εκλογικό ρεκόρ ήλθε να επιβεβαιώσει με τον πιο δραματικό τρόπο τους χειρότερους φόβους. Το γεγονός, μάλιστα, ότι και μετά τη νέα βαριά ήττα ο Γ. Παπανδρέου διεκδικεί τουλάχιστον επί ίσοις όροις την επανεκλογή του στην προεδρία, καταδεικνύει μια τάση αυτοεγκλωβισμού σε εσωστρεφή πολιτικοψυχολογικά σύνδρομα. Οταν, όμως, ένας πολιτικός οργανισμός χάνει το ένστικτο αυτοσυντήρησης, του ταιριάζει το «μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι».

No comments:

Search This Blog

Archives

The discourse of "Film Culture" requires us to conceive of cinema in its own terms.

The discourse of film research will lead us to particular descriptions, " limited" kinds of analysis determined by the categories cinema provides.

Discourse is a complex concept. It refers to the way in which something is told not just in terms of its specific language (whether verbal or visual) but also in terms of what it prioritizes. Discourses are both general and specific. Narrative "realist" cinema is a discursive form, a particular kind of human expression which represents the world in a certain way, employs a particular kind of a time-visual "language". Within narrative "realist" cinema as a whole, particular genres have their own more specific discourses. i.e. The Sci-Fi film is preoccupied with themata (idea-themes) of science and control. the romance is preoccupied with themata of sexuality, gender and often property relations. These ideas are either implicit -taken for granted within the way the story is conceived or explicit - in that the film actively promoted certain values, attitudes and beliefs.

The concept of Discourse is closely connected with another key concept HEGEMONY "taken-for-granted" a "common sense" outlook on some aspect of human reality shared by the vast majority of people within the society. Hegemony helps us to understand the illusion that commonly shared attitudes and values, ways of making sense of our world, appear to come from nowhere. Narrative "realist" cinema has this characteristic, it disguises its discursiveness by pretending to be simply "there". Discourses about law and order and sexuality, for example - are themselves seen as non-discursive, as natural, as taken for granted. These core values of society appear to come from nowhere- they simply are ! This leads to a compounding of a criticism leveled against popular cinema (and other popular media) that not only does it disguise its own discursive form, but it also "naturalizes" these profoundly significant social and political discourses. THINK CRITICALLY ABOUT THEIR "CONSTRUCTED" REALITY AND THE VALUE SYSTEMS THAT FUNDAMENTALLY INFLUENCE OUR LIVES. “being indoctrinated with a political spin.” From a commercial perspective, however, the very opposite may appear to be the case. People do not want to think critically about their "constructed" reality. They pay for their entertainment, so they can be released from the concerns of their lives. They may well want the security of hegemonic values within familiar discourses. The point is that it has less to do with questions of an active/passive audience. It has to do either with the choices we make or the level of (a)Competence - (b)Education and (c) CineNoesis we bring to cinema and the screening events we attend